- βλαχόκαλτσα
- η1. κάλτσα βλάχου, πλεγμένη από χοντρό μαλλί.2. μτφ., άνθρωπος αγροίκος, άξεστος: Τι περιμένεις απ' αυτή τη βλαχόκαλτσα;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βλαχόκαλτσα — η 1. χοντρή, μάλλινη κάλτσα που φορούν οι βλάχοι 2. άξεστος χωριάτης … Dictionary of Greek